- αφανής
- -ές (AM ἀφανής, -ές)1. αυτός που δεν είναι ορατός, που δεν φαίνεται, ο αθέατος2. άσημος, μη ένδοξος, μη φημισμένοςαρχ.1. (για στρατιώτες) αυτός του οποίου το πτώμα δεν βρέθηκε μετά τη μάχη2. αόρατος, κρυμμένος, ακατάληπτος, μυστικός3. άγνωστος, αβέβαιος, αμφίβολος, ασαφής4. δραπέτης, λιποτάκτης5. ανεξιχνίαστος, ακατάληπτος6. το ουδ. ως ουσ. ἀφανέςαβεβαιότητα, αμφιβολία, ασάφεια7. φρ. α) «ἀφανής θεός» — η Περσεφόνηβ) «ἀφανὴς οὐσία» — η περιουσία την οποία μπορεί να αποκρύψει ο κάτοχός της, όπως π.χ. η χρηματικήγ) «ἀφανὴς πόλος» >ο Νότιος Πόλοςδ) «ἀφανὴς χάρις», χάρη που προήλθε από άγνωοτο πρόσωποε) «ἐν ἀφανεῑ» — κρυφά, μυστικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φανής < φαν-, εφάνην, φαίνομαι (πρβλ. αρτιφανής, αυτοφανής)].
Dictionary of Greek. 2013.